Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

"Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον" του Richard Bach

"Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον" του Richard Bach, ένα βιβλίο που ξεκλείδωσε τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων, διηγείται την ιστορία ενός γλάρου ξεχωριστού. Ενός γλάρου που επιλέγει να βιώσει τη διαφορετικότητά του, να τη γιορτάσει, να την υπερασπιστεί. Ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον ο Γλάρος λατρεύει την περιπέτεια της πτήσης -που για εκείνον αντιπροσωπεύει την ελευθερία και την έκφραση. Εξερευνά μέσω αυτής τα όριά του και, κάθε επιπλέον μέτρο ύψους, κάθε χιλιόμετρο ταχύτητας, διαθέτουν αντίστοιχα έναν ενδοσκοπικό αντίποδα.
Γιατί ο Γλάρος Ιωνάθαν μοχθεί για την εσωτερική του εξέλιξη, ανοίγει τις φτερούγες του προς ένα ταξίδι ανάτασης και έχει όλη τη διάθεση να μοιραστεί με τους υπόλοιπους γλάρους τη γνώση και εμπειρία του. Εις μάτην. Το σμήνος, μονόχνωτο και βλοσυρό, αντικρούει τον ενθουσιασμό με περιφρόνηση. Κάθε απόπειρα προσέγγισης, κάθε προσπάθεια πειθούς πως το πέταγμα είναι κάτι παραπάνω από μια βαρετή διαδικασία ανεύρεσης τροφής, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες. Κι έτσι, ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον ο Γλάρος -πιστός στις αρχές και στο ένστικτό του- αναχωρεί, απόκληρος πλέον, για το δικό του μεγάλο ταξίδι. Οι παραλληλισμοί με τους περιθωριακούς (ή περιθωριοποιημένους) της δικής μας κοινωνίας, καθώς και η κριτική ματιά στην ανελαστική μορφή της τελευταίας, προσδίδουν στο διήγημα αυτό χαρακτήρα παραβολής καθιστώντας το δραματικά επίκαιρο.
"Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον" έχει γραφτεί για ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, που αφουγκράζονται την εσωτερική τους πυξίδα και την ακολουθούν, ακόμα κι αν χρειαστεί να βρεθούν αντιμέτωποι με τα κατεστημένα. Για ανθρώπους που αντιλαμβάνονται πως στη ζωή υπάρχουν κι άλλα πράγματα πέραν της χειροπιαστής επιτυχίας και του φαίνεσθαι. Ο Γλάρος Ιωνάθαν συμβολίζει την ελπίδα και την πίστη στη φωτεινή πλευρά της ύπαρξης.
Θάλασσα όσο είμαι σε σένα πάντα θα προσδοκώ την στεριά,
μα όταν σε προδώσω το ταξίδι μου θα έχει φθάσει στο τέλος του.
Και θέλει πολύ θάρρος να γίνεις ταξιδευτής για δύο φορές.


Μάθηση είναι η ανακάλυψη εκείνου που ξέρεις ήδη.
Εκτέλεση είναι η απόδειξη ότι το ξέρεις
Διδασκαλία είναι η υπενθύμιση στους άλλους πως ξέρουν όσα κι εσύ
Είμαστε όλοι μαθητές, εκτελεστές, δάσκαλοι


Είσαι πάντα ελεύθερος ν'αλλάξεις γνώμη
και να διαλέξεις άλλο μέλλον κι άλλο παρελθόν!..
" Jonathan Livingston Seagull "


Το βιβλίο γυρίστηκε και ταινία με μουσική επένδυση του Neil Diamond. Είναι ένα καλογυρισμένο ντοκυμανταίρ, με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, εξαιρετική φωτογραφία και οικολογική διάσταση.

Οδυσσέας Ελύτης - " Μονόγραμμα "


Λίγα Λόγια

Οδυσσέας Ελύτης είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη που γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, από γονεις Λεσβιακής καταγωγής. Το Όνομα "Ελύτης" το έπλασε ο ίδιος. Όπως είπε σε μία συνέντευξη του, την εποχή που το επέλεξε η συλλαβή "ελ" ήταν η αγαπημένη του. Του θύμιζε την Ελλάδα, την ελευθερία, μία Ελένη που αγαπούσε τότε. Το γράμμα "υ" το επέλεξε επειδή πίστευε ότι ήταν το πιο ελληνικό γράμμα και την κατάληξη "της" επειδή ήθελε μία κατάληξη που να παραπέμπει σε αρχαιοελληνικό όνομα.
Η πρώτη του συλλογή με τίτλο "Προσανατολισμοί" εκδόθηκε το 1940 και η δεύτερη το 1943 ο "Ήλιος ο Πρώτος" με έντονα τα στοιχεία του υπερρεαλισμού.
Οι εμπειρείες του από την στράτευσή του στο μέτωπο της Αλβανίας καθώς και η φρίκη του πολέμου χαράζονται βαθιά στην μνήμη του και του δίνουν τροφή για το "Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας"(1946) και το "Άξιον Εστί"(1959).
Το "'Αξιον Εστί" σηματοδοτεί την έναρξη μιας πιο ώριμης περιόδου γραφής. Αυστηρά δομημένο πάνω σε εκκλησιαστικά κείμενα, με επιρροές από την μυθολογία και την ιστορία, αυτό το έργο έδωσε στον ποιητή τον τίτλο "εθνικός".
Ακολουθούν κι άλλα έργα όπως "Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό"(1960), "Ο ήλιος ο ηλιάτορας" (1971), "Το Μονόγραμμα" (1972), "Τα Ρω του Έρωτα" (1973), "Σηματολόγιον" (1977), "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου" (1984) και άλλα.
Ο Ελύτης μεταφέρει στα ποιήματά του έναν νεανικό ερωτισμό. Σκιαγραφεί έναν έρωτα ανώτερο από την απλή σαρκική ηδονή, έναν έρωτα που αγγίζει το υψηλότερο βάθρο της τελειότητας.Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν γνωρίσει διεθνή επιτυχία. Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, κάτι που διέδωσε ακόμα περισσότερο την φήμη του.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.


" Μ Ο Ν Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α "

ΤΟ ΠΙΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΟΤΕ ΓΡΑΦΤΕΙ. ΟΣΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΜΕ ΛΟΓΙΑ!

ΔΥΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ

Η πρώτη απαγγελία από τον Μίκη Θεοδωράκη και την Ιουλίτα Ηλιοπούλου



Η δεύτερη απαγγελλιά του ποιήματος από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.



Οδυσσέας Ελύτης, ''Το Μονόγραμμα''
I

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς

Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Βιογραφικό

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Γενάρη 1902. Ο πατέρας του Χικμέτ Ναζίμ Μπέης, υπηρετούσε στο Υπουργείον Εξωτερικών, έκανε μάλιστα για λίγο και Πρόξενος στο Αμβούργο κι όταν απολύθηκε έκανε τον διαχειριστή σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η μητέρα του, Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ήτανε ζωγράφος.

Ο μικρός Ναζίμ ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη Κωνσταντινούπολη κι ύστερα γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης, το 1918, κάτω από τη διοίκηση του Κεμάλ Πασά. Ο διοικητής του, άκουσε και θαύμασε το ποίημά του "Λόγια Ενός Αξιωματικού Του Ναυτικού", που 'χε γράψει στα 12. Όταν αποφοίτησε μπήκε στο πολεμικό σκάφος Hamidiye ως εκπαιδευόμενος αξιωματικός καταστρώματος. Ωστόσο, η σταδιοδρομία του στο Ναυτικό σταμάτησε απότομα, γιατί αρρώστησε από πλευρίτη στη διάρκεια μιας νυχτερινής βάρδιας (1919) και δεδομένου ότι δε μπόρεσε ν' ανακτήσει την υγεία του, απαλλάχτηκε σαν άτομο μ' ειδικές ανάγκες (1920).

Ανέλαβε καθηγητής στην Ανατολία, στο γυμνάσιο Bolu, για σύντομο διάστημα (1921). Ενδιαφέρθηκε ζωηρά για τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και μελέτησε οικονομία και κοινωνικές επιστήμες στο εκεί πανεπιστήμιο (1922-1924). Εκεί συναντά τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι κι επηρεάζεται απ' αυτόν. Η επαναστατική τούρκικη ποίηση έχει τον "πατέρα" της. Όταν επέστρεψε αρχίζει να δουλεύει σε μιαν εφημερίδα της Σμύρνης. Στη Τουρκία όμως το Κεμαλικό κίνημα μισεί την αριστερή παράταξη και ξεκινά διώξεις και συλλήψεις. Έτσι αναγκάζεται να ξαναφύγει κρυφά για τη Μόσχα. Ο Μαγιακόφσκι τον ξαναμαγεύει και μην αντέχοντας για πολύ να 'ναι μακριά από τη πατρίδα, γυρίζει κρυφά, χωρίς διαβατήριο.

Συλλαμβάνεται κι εισπράττει τη πρώτη καταδίκη για τα επαναστατικά του φρονήματα. Μπαίνει στη φυλακή Hopa για 3 μήνες (1928). Έπειτα, εγκαθίσταται στη Κωνσταντινούπολη κι εργάζεται σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και σε κινηματογραφικά στούντιο. Εκδίδει τα πρώτα βιβλία ποίησης και γράφει συνεχώς (1928-1932). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στο δικαστήριο, απο κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι αναγκάζονται να τον αθωώσουν. Την επόμενη χρονιά τον ξαναπιάνουν και καταδικάζεται 5 χρόνια φυλακή, όμως αφήνεται λεύτερος λόγω της αμνηστείας για τον εορτασμό των πρώτων 10 ετών της Τουρκικής Δημοκρατίας.

"Η πιο όμορφη θάλασσα"

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος

Να γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα

Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε στο 'χω πει ακόμα.

Εργάστηκε ως αρθρογράφος και συντάκτης σε περιοδικά κι εφημερίδες με το ψευδώνυμο Orhan Selim (1933). Μα η αντίδραση που ξέρει πια με ποιον έχει να κάνει, του στήνει προβοκάτσια το 1934. Μηνύεται επειδή έκανε δήθεν, προπαγάνδα στους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Δικάζεται "κεκλεισμένων των θυρών", χωρίς συνήγορο και καταδικάζεται συνολικά, σε 35ετή φυλάκιση, μα κατορθώνει να τη μειώσει στα 28 χρόνια και 4 μήνες σύμφωνα με τα άρθρα 68 κι 77 του τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Μπαίνει στα φοβερά μπουντρούμια της φυλακής στη Προύσα.

Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλην εκστρατεία για να πείσουν την ηγεσία να τον αμνηστεύσει. Αρχίζει απεργία πείνας στη φυλακή (1950). Τελικά, η υπόλοιπη ποινή, του χαρίζεται, μετά 13 χρόνια φυλακής. Δε μπορούσε να βρει δουλειά, μήτε να εκδόσει βιβλία, λόγω που 'χεν οριστεί ως άτομο μ' ειδικές ανάγκες κι είχε σταματήσει τη στρατιωτική του θητεία. Διάταγμα που ουσιαστικά είχε κείνον για στόχο. 50 χρονών πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, φοβούμενος παράλληλα τυχόν απόπειρα κατά της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran κι αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος, διαπλέει τη Μαύρη θάλασσα και περνά στη Ρωσία και πιο συγκεκριμένα στη Μόσχα.
Από κει πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστην αίθουσα με πάνω από 500 άτομα, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτείται σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής ποιητής. Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του, στη Μόσχα. Στις 3 Ιουνίου 1963 ο Ναζίμ Χικμέτ πεθαίνει και θάβεται στη Μόσχα, σ' ηλικία 61 ετών.

ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ !!! Η Τουρκία μόλις πρόσφατα (αρχές του 2010) αποφάσισε να αποκαταστήσει την ιθαγένεια του ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, την οποία στερήθηκε από το καθεστώς το 1951 λόγω της αριστερής ιδεολογίας του. Την ακύρωση της απόφασης κατά του Χικμέτ ανακοίνωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τσεμίλ Τσιτσέκ. Παρόμοια απόφαση επί κυβέρνησης του Μπουλέντ Ετζεβίτ το 2001 είχε συναντήσει την αντίδραση εθνικιστικών κύκλων. Η οικογένεια του Χικμέτ θα αποφασίσει αν θα μεταφερθεί και η σορός του από τη Ρωσία.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΑΡΗΓΚΙΟΛΗΣ - "Δίκοπη λαλιά"

Στίχοι: Θοδωρής Σαρηγκιόλης
Μουσική: Χρήστος Δημάκης
Ερμηνεία: Κατερίνα Ψαρίκογλου




Κατά τύχη σερφάροντας στο Διαδίκτυο έπεσα πάνω σε αυτό το ποίημα του Θοδωρή Σαρηγκιόλη και το βρήκα εξαιρετικό. Μελοποιήθηκε από ένα άγνωστο σε μένα συνθέτη, τον Χρήστο Δήμακη και ερμηνεύθηκε από την Κατερίνα Ψαρίκογλου (κάτι μου θυμίζει αλλά δεν έχω εντοπίσει τι).
Θεώρησα ότι η προσπάθεια είναι άξια προσοχής και το παρουσιάζω!!

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ - "Ο Πληθυντικός Αριθμός"


Η ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ


Μια εξαιρετική απαγγελία της Τάνιας Τσανακλίδου σε ποιήμα της Κικής Δημουλά. Για να πω την αλήθεια ποτέ δεν με συγκίνησε η Ποίηση της Δημουλά. Στεγνή, χωρίς πάθος και επίπεδη. Παρ' όλα αυτά το συγκεκριμένο ποιήμα και ο τρόπος που το απαγγέλει η Τάνια Τσανακλίδου, σε κάνει να το προσέξεις και εν τέλει να το αγαπήσεις.
Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνο ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Τριάντα πέντε χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καββαδία συμπληρώνονται φέτος (10 Μαρτίου 1975), ενώ παράλληλα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του, αφού ήρθε στον κόσμο στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας στην Κίνα.

Ένας αιώνας από τη γέννηση του ποιητή των θαλασσών, Νίκου Καββαδία

Αμφότεροι οι γονείς του Νίκου Καββαδία ήταν Κεφαλλονίτες, ενώ ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε και τη ρωσική υπηκοότητα. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταλείπει την Άπω Ανατολή και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον Χαρίλαο Καββαδία ο οποίος επιστρέφει στην Ρωσία, όπου διατηρεί επιχειρήσεις γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα την Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος Καββαδίας φυλακίζεται ενώ οι επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί. Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα τσακισμένος.

Η οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς αλλά στην συνέχεια μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό εκεί, συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται και με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει κυρίως Ιούλιο Βερν και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο, όπου εκδίδει ένα σχολικό περιοδικό.

Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση. Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής. Ήταν Νοέμβριος του 1928 όταν εκδίδεται το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως «ναυτοπαίς» και τον επόμενο χρόνο μπαρκάρει για πρώτη φορά, ως ναύτης, στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος».

Το 1933 κάνει την επίσημη είσοδό του στα ελληνικά γράμματα με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής του «Μαραμπού», το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με σκληρά σχόλια – μόνοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι Φώτος Πολίτης και Κώστας Βάρναλης.

Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα, το 1934, και η οικεία της γίνεται εστία συγκέντρωσης λογοτεχνών, ποιητών και ζωγράφων της εποχής. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, παραμένει στην Αθήνα, ενώ μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ( με τη «ρετσινιά» του «κομμουνιστή άνευ δράσεως») μπαρκάρει ξανά, ως ασυρματιστής, και ταξιδεύει συνεχώς για τα επόμενα τριάντα χρόνια, απαθανατίζοντας στο χαρτί τους ξένους τόπους και τις εμπειρίες του.

Το 1947 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Πούσι» και επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιήματα. Σύμφωνα με τον Καρυωτάκη και τον Ουράνη, με αυτή τη συλλογή, ο Καββαδίας ξεφεύγει από τα πρότυπά του. Το 1954 εκδίδει τη «Βάρδια», την οποία οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού, δυσκολεύονται να κατατάξουν τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα, νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο.

Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ήπιο και γλυκομίλητο που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, όπως και την ζωγραφική - στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του Henri de Toulouse-Lautrec. Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων - άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό.

Ο «Κόλιας» όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των συντρόφων του ναυτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν ότι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας, εγκαταλείπει τη θάλασσα μονάχα όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών μηνών διαμονής του στη στεριά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Λίγο καιρό μετά το θάνατό του εκδίδεται η τρίτη ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο», με 14 ποιήματα και 3 νανουρίσματα, και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το ωριμότερο έργο του, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε με εξαιρετική επιτυχία 11 ποιήματα του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τίτλο «Ο Σταυρός του Νότου». Το 1992, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί και άλλα ποιήματα του Καββαδία, με ερμηνευτές όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας.

Το έργο του:

Ποίηση:
Μαραμπού (1933)
Πούσι (1947)
Τραβέρσο (1975)
"Το μαχαίρι" - Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Πεζά:
Βάρδια (1954)
Λι (1987): Γυρίστηκε ταινία με τίτλο «Between the Devil and the Deep Blue Sea» (1995) από την Marion Hansen σε μουσική Wim Mertens
Του πολέμου/Στο άλογό μου (1987)
"Φάτα Μοργκάνα" - Μαρίζα Κωχ


Και ένα εξαιρετικό αφιέρωμα από την Εφημερίδα "Καθημερινή" (25 Φεβρουαρίου 1999)

ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Η ανάγκη για επικοινωνία γέννησε την ιδέα για την δημιουργία ενός Ιστοχώρου, μέσα από την δυνατότητα που προσφέρει απλόχερα το Διαδίκτυο.
Αποτελεί μόνο ένα μέσο να εκφράσω, να αποτυπώσω και να κοινοποιήσω μερικές σκέψεις, ενδιαφέροντα και προβληματισμούς μου, και να τις μοιραστώ με φίλους και δικούς μου ανθρώπους.
Αχιλλέας

Πρόσφατες Αναρτήσεις από τα Ιστολόγια μου

  • 'Ενας πραγματικός Ακτιβιστής - Μία είδηση από το Διαδίκτυο πραγματικά με άγγιξε!! Μέσα στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε και τις διάφορες "Κινήσεις" πολιτών ("Δεν πληρώνω, Δεν πληρώνω") π...
  • Μυστική Εικόνα - *" Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς,γινόμαστε διάφανοι."* *" Μυστική Εικόνα "* Σαν κλείνω τα μάτια, άγρυπνα κοιμώμενος, μία εικόνα "μυστική" έρχεται στο μυαλό...

Back to TOP  

  © Blogger template 'Isfahan' by Ourblogtemplates.com 2008