Οδυσσέας Ελύτης - " Μονόγραμμα "
Λίγα Λόγια
Οδυσσέας Ελύτης είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη που γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, από γονεις Λεσβιακής καταγωγής. Το Όνομα "Ελύτης" το έπλασε ο ίδιος. Όπως είπε σε μία συνέντευξη του, την εποχή που το επέλεξε η συλλαβή "ελ" ήταν η αγαπημένη του. Του θύμιζε την Ελλάδα, την ελευθερία, μία Ελένη που αγαπούσε τότε. Το γράμμα "υ" το επέλεξε επειδή πίστευε ότι ήταν το πιο ελληνικό γράμμα και την κατάληξη "της" επειδή ήθελε μία κατάληξη που να παραπέμπει σε αρχαιοελληνικό όνομα.
Η πρώτη του συλλογή με τίτλο "Προσανατολισμοί" εκδόθηκε το 1940 και η δεύτερη το 1943 ο "Ήλιος ο Πρώτος" με έντονα τα στοιχεία του υπερρεαλισμού.
Οι εμπειρείες του από την στράτευσή του στο μέτωπο της Αλβανίας καθώς και η φρίκη του πολέμου χαράζονται βαθιά στην μνήμη του και του δίνουν τροφή για το "Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας"(1946) και το "Άξιον Εστί"(1959).
Το "'Αξιον Εστί" σηματοδοτεί την έναρξη μιας πιο ώριμης περιόδου γραφής. Αυστηρά δομημένο πάνω σε εκκλησιαστικά κείμενα, με επιρροές από την μυθολογία και την ιστορία, αυτό το έργο έδωσε στον ποιητή τον τίτλο "εθνικός".
Ακολουθούν κι άλλα έργα όπως "Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό"(1960), "Ο ήλιος ο ηλιάτορας" (1971), "Το Μονόγραμμα" (1972), "Τα Ρω του Έρωτα" (1973), "Σηματολόγιον" (1977), "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου" (1984) και άλλα.
Ο Ελύτης μεταφέρει στα ποιήματά του έναν νεανικό ερωτισμό. Σκιαγραφεί έναν έρωτα ανώτερο από την απλή σαρκική ηδονή, έναν έρωτα που αγγίζει το υψηλότερο βάθρο της τελειότητας.Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν γνωρίσει διεθνή επιτυχία. Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, κάτι που διέδωσε ακόμα περισσότερο την φήμη του.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.
" Μ Ο Ν Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α "
ΤΟ ΠΙΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΟΤΕ ΓΡΑΦΤΕΙ. ΟΣΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΜΕ ΛΟΓΙΑ!
ΔΥΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ
Η πρώτη απαγγελία από τον Μίκη Θεοδωράκη και την Ιουλίτα Ηλιοπούλου Η δεύτερη απαγγελλιά του ποιήματος από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. |
Οδυσσέας Ελύτης, ''Το Μονόγραμμα''
I Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος,στόν Παράδεισο Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου. ΙΙ. Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν Εάν είναι αλήθεια Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τά "πίστεψέ με" και τα "μή" Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από τούς καταρράχτες Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος. ΙΙΙ. Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε Ακουστά σ’έχουν τά κύματα Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει: Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα. ΙV. Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς Μαχαίρι Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς Είμ’εγώ,μ’ακούς Σ’αγαπώ,μ’ακούς Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς Τών ανθρώπων Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς | Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς Τής αγάπης Μιά γιά πάντα τό κόψαμε Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς Μές στή μέση τής θάλασσας Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου,άκου Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς. V. Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή. VI. Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά τής θάλασσας Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου ! Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο ! VII. Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο. |